Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γε
γεγάᾶσι
γέγηθε
γέγονε
γέγωνα
γείνατο
γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
View word page
γελοίϊος

[γελάω.]

Laughable Il. 2.215.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γελοίϊος
Headword (normalized):
γελοίϊος
Headword (normalized/stripped):
γελοιιος
IDX:
1882
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1883
Key:

Data

{'content': '<p>[γελάω.]</p> <p>Laughable Il. 2.215.</p>'}