Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γάστρη
γαυλός
γε
γεγάᾶσι
γέγηθε
γέγονε
γέγωνα
γείνατο
γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
View word page
γελαστός
[γελάω.]
ShortDef
laughable
Debugging
Headword:
γελαστός
Headword (normalized):
γελαστός
Headword (normalized/stripped):
γελαστος
IDX:
1880
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1881
Key:
Data
{'content': '<p>[γελάω.]</p>'}