Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γαστήρ
γάστρη
γαυλός
γε
γεγάᾶσι
γέγηθε
γέγονε
γέγωνα
γείνατο
γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
View word page
γείτων

-ονος.

ShortDef

one of the same land, a neighbour

Debugging

Headword:
γείτων
Headword (normalized):
γείτων
Headword (normalized/stripped):
γειτων
IDX:
1879
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1880
Key:

Data

{'content': '<p>-ονος.</p>'}