Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γάρ
γαστήρ
γάστρη
γαυλός
γε
γεγάᾶσι
γέγηθε
γέγονε
γέγωνα
γείνατο
γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
View word page
γεινόμεθα

1 pl. aor. γίγνομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γεινόμεθα
Headword (normalized):
γεινόμεθα
Headword (normalized/stripped):
γεινομεθα
IDX:
1878
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1879
Key:

Data

{'content': '<p>1 pl. aor. γίγνομαι.</p>'}