Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γάνυμαι
γάρ
γαστήρ
γάστρη
γαυλός
γε
γεγάᾶσι
γέγηθε
γέγονε
γέγωνα
γείνατο
γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
View word page
γείνατο

3 sing. trans. aor. γίγνομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γείνατο
Headword (normalized):
γείνατο
Headword (normalized/stripped):
γεινατο
IDX:
1877
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1878
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. trans. aor. γίγνομαι.</p>'}