Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γαμψῶνυξ
γανάω
γάνυμαι
γάρ
γαστήρ
γάστρη
γαυλός
γε
γεγάᾶσι
γέγηθε
γέγονε
γέγωνα
γείνατο
γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
View word page
γέγονε

3 sing. pf. γίγνομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γέγονε
Headword (normalized):
γέγονε
Headword (normalized/stripped):
γεγονε
IDX:
1875
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1876
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pf. γίγνομαι.</p>'}