Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γαμφηλαί
γαμψῶνυξ
γανάω
γάνυμαι
γάρ
γαστήρ
γάστρη
γαυλός
γε
γεγάᾶσι
γέγηθε
γέγονε
γέγωνα
γείνατο
γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
View word page
γέγηθε
3 sing. pf. γηθέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γέγηθε
Headword (normalized):
γέγηθε
Headword (normalized/stripped):
γεγηθε
IDX:
1874
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1875
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. pf. γηθέω.</p>'}