Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γάμος
γαμφηλαί
γαμψῶνυξ
γανάω
γάνυμαι
γάρ
γαστήρ
γάστρη
γαυλός
γε
γεγάᾶσι
γέγηθε
γέγονε
γέγωνα
γείνατο
γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
View word page
γεγάᾶσι
3 pl. pf. γίγνομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γεγάᾶσι
Headword (normalized):
γεγάᾶσι
Headword (normalized/stripped):
γεγαασι
IDX:
1873
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1874
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. pf. γίγνομαι.</p>'}