Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βρωτύς
βύβλινος
βυκτής
βυσσοδομεύω
βυσσός
βύω
βῶλος
βωμός
βῶν
βώσαντι
βῶσι
βωστρέω
βωτιάνειρα
βώτωρ
γαῖα
γαιήϊος
γαιήοχος
γαίω
γάλα
γαλαθηνός
γαλήνη
View word page
βῶσι

3 pl. aor. subj. βαίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βῶσι
Headword (normalized):
βῶσι
Headword (normalized/stripped):
βωσι
IDX:
1849
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1850
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. subj. βαίνω.</p>'}