Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βρώμη
βρῶσις
βρωτύς
βύβλινος
βυκτής
βυσσοδομεύω
βυσσός
βύω
βῶλος
βωμός
βῶν
βώσαντι
βῶσι
βωστρέω
βωτιάνειρα
βώτωρ
γαῖα
γαιήϊος
γαιήοχος
γαίω
γάλα
View word page
βῶν

acc. sing. βοῦς.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βῶν
Headword (normalized):
βῶν
Headword (normalized/stripped):
βων
IDX:
1847
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1848
Key:

Data

{'content': '<p>acc. sing. βοῦς.</p>'}