Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βρομέω
βρόμος
βροντάω
βροντή
βρότεος
βροτόεις
βροτολοιγός
βρότος
βροτός
βροτόω
βρόχος
βρυχάομαι
βρύω
βρώμη
βρῶσις
βρωτύς
βύβλινος
βυκτής
βυσσοδομεύω
βυσσός
βύω
View word page
βρόχος
ὁ.
ShortDef
a noose
Debugging
Headword:
βρόχος
Headword (normalized):
βρόχος
Headword (normalized/stripped):
βροχος
IDX:
1834
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1835
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ.</p>'}