Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βρέμω
βρέφος
βρεχμός
βριαρός
βρίζω
βριήπυος
βρῖθοσύνη
βριθύς
βρί͂θω
βρομέω
βρόμος
βροντάω
βροντή
βρότεος
βροτόεις
βροτολοιγός
βρότος
βροτός
βροτόω
βρόχος
βρυχάομαι
View word page
βρόμος
ὁ
[βρέμω.]
ShortDef
crackling
oats, Avena sativa
Debugging
Headword:
βρόμος
Headword (normalized):
βρόμος
Headword (normalized/stripped):
βρομος
IDX:
1825
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1826
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[βρέμω.]</p>'}