Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βραδυτής
βράσσων
βραχίων
βράχω
βρέμω
βρέφος
βρεχμός
βριαρός
βρίζω
βριήπυος
βρῖθοσύνη
βριθύς
βρί͂θω
βρομέω
βρόμος
βροντάω
βροντή
βρότεος
βροτόεις
βροτολοιγός
βρότος
View word page
βρῖθοσύνη
-ης, ἡ
[βριθύς.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βρῖθοσύνη
Headword (normalized):
βρῖθοσύνη
Headword (normalized/stripped):
βριθοσυνη
IDX:
1821
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1822
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[βριθύς.]</p>'}