Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

Βοώτης
βραδύς
βραδυτής
βράσσων
βραχίων
βράχω
βρέμω
βρέφος
βρεχμός
βριαρός
βρίζω
βριήπυος
βρῖθοσύνη
βριθύς
βρί͂θω
βρομέω
βρόμος
βροντάω
βροντή
βρότεος
βροτόεις
View word page
βρίζω

(ἀπο-.)

ShortDef

to be sleepy, to slumber, nod

Debugging

Headword:
βρίζω
Headword (normalized):
βρίζω
Headword (normalized/stripped):
βριζω
IDX:
1819
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1820
Key:

Data

{'content': '<p>(ἀπο-.)</p>'}