Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βουφονέω
βοῶπις
Βοώτης
βραδύς
βραδυτής
βράσσων
βραχίων
βράχω
βρέμω
βρέφος
βρεχμός
βριαρός
βρίζω
βριήπυος
βρῖθοσύνη
βριθύς
βρί͂θω
βρομέω
βρόμος
βροντάω
βροντή
View word page
βρεχμός
ὁ.
App., the head: ἔπεσε ἐπὶ βρεχμόν τε καὶ ὤμους Il. 5.586.
ShortDef
the top of the head
Debugging
Headword:
βρεχμός
Headword (normalized):
βρεχμός
Headword (normalized/stripped):
βρεχμος
IDX:
1817
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1818
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ.</p> <p>App., the head: ἔπεσε ἐπὶ βρεχμόν τε καὶ ὤμους Il. 5.586.</p>'}