Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βουλῦτόνδε
βουπλήξ
βοῦς
βουφονέω
βοῶπις
Βοώτης
βραδύς
βραδυτής
βράσσων
βραχίων
βράχω
βρέμω
βρέφος
βρεχμός
βριαρός
βρίζω
βριήπυος
βρῖθοσύνη
βριθύς
βρί͂θω
βρομέω
View word page
βράχω

3 sing. aor. ἔβραχε, βράχε. (ἀνα-)

ShortDef

clash, crack, bray

Debugging

Headword:
βράχω
Headword (normalized):
βράχω
Headword (normalized/stripped):
βραχω
IDX:
1814
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1815
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἔβραχε, βράχε. (ἀνα-)</p>'}