Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βουλεύω
βουλή
βουληφόρος
βούλομαι
βουλῦτόνδε
βουπλήξ
βοῦς
βουφονέω
βοῶπις
Βοώτης
βραδύς
βραδυτής
βράσσων
βραχίων
βράχω
βρέμω
βρέφος
βρεχμός
βριαρός
βρίζω
βριήπυος
View word page
βραδύς
Slow Il. 8.104: Od. 8.330.
Absol.: κιχάνει β. ὠκύν Od. 8.329.
For superl. See βάρδιστος.
ShortDef
slow
Debugging
Headword:
βραδύς
Headword (normalized):
βραδύς
Headword (normalized/stripped):
βραδυς
IDX:
1810
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1811
Key:
Data
{'content': '<p>Slow Il. 8.104: Od. 8.330.</p> <p>Absol.: κιχάνει β. ὠκύν Od. 8.329.</p> <p>For superl. See βάρδιστος.</p>'}