Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βουλευτής
βουλεύω
βουλή
βουληφόρος
βούλομαι
βουλῦτόνδε
βουπλήξ
βοῦς
βουφονέω
βοῶπις
Βοώτης
βραδύς
βραδυτής
βράσσων
βραχίων
βράχω
βρέμω
βρέφος
βρεχμός
βριαρός
βρίζω
View word page
Βοώτης

[ploughman, waggoner, fr. βοῦς.]

ShortDef

a ploughman
Bootes, the ploughman

Debugging

Headword:
Βοώτης
Headword (normalized):
βοώτης
Headword (normalized/stripped):
βοωτης
IDX:
1809
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1810
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[ploughman, waggoner, fr. βοῦς.]</p>'}