Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀελπτέω
ἀενάων
ἀέξω
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρθη
ἀερσίπους
ἀεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἄζαλέος
ἄζη
ἀζηκής
ἅζομαι
ἄζω
ἀηδών
ἀηθέσσω
ἄημι
ἀήρ
ἀήσυλος
ἀήτης
View word page
ἄζαλέος
-η, -ον
[ἄζω.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄζαλέος
Headword (normalized):
ἄζαλέος
Headword (normalized/stripped):
αζαλεος
IDX:
180
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.181
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[ἄζω.]</p>'}