Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βουκολέω
βουκόλος
βουλευτής
βουλεύω
βουλή
βουληφόρος
βούλομαι
βουλῦτόνδε
βουπλήξ
βοῦς
βουφονέω
βοῶπις
Βοώτης
βραδύς
βραδυτής
βράσσων
βραχίων
βράχω
βρέμω
βρέφος
βρεχμός
View word page
βουφονέω

[βοῦς + φον-, φένω.]

ShortDef

to slaughter oxen

Debugging

Headword:
βουφονέω
Headword (normalized):
βουφονέω
Headword (normalized/stripped):
βουφονεω
IDX:
1807
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1808
Key:

Data

{'content': '<p>[βοῦς + φον-, φένω.]</p>'}