Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
βουκολέω
βουκόλος
βουλευτής
βουλεύω
βουλή
βουληφόρος
βούλομαι
βουλῦτόνδε
βουπλήξ
βοῦς
βουφονέω
βοῶπις
Βοώτης
βραδύς
βραδυτής
βράσσων
βραχίων
View word page
βούλομαι
(προ-).
ShortDef
to will, wish, be willing
Debugging
Headword:
βούλομαι
Headword (normalized):
βούλομαι
Headword (normalized/stripped):
βουλομαι
IDX:
1803
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1804
Key:
Data
{'content': '<p>(προ-).</p>'}