Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
βουκολέω
βουκόλος
βουλευτής
βουλεύω
βουλή
βουληφόρος
βούλομαι
βουλῦτόνδε
βουπλήξ
βοῦς
βουφονέω
βοῶπις
Βοώτης
βραδύς
βραδυτής
βράσσων
View word page
βουληφόρος

[βουλή + -φορος, φέρω. Contributing counsel.]

ShortDef

counselling, advising

Debugging

Headword:
βουληφόρος
Headword (normalized):
βουληφόρος
Headword (normalized/stripped):
βουληφορος
IDX:
1802
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1803
Key:

Data

{'content': '<p>[βουλή + -φορος, φέρω. Contributing counsel.]</p>'}