Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
βουκολέω
βουκόλος
βουλευτής
βουλεύω
βουλή
βουληφόρος
βούλομαι
βουλῦτόνδε
βουπλήξ
βοῦς
βουφονέω
βοῶπις
Βοώτης
βραδύς
View word page
βουλεύω
[βουλή.]
1 pl. aor. subj. βουλεύσωμεν Od. 16.234.
(μετα-.)
ShortDef
to take counsel, deliberate, concert measures
Debugging
Headword:
βουλεύω
Headword (normalized):
βουλεύω
Headword (normalized/stripped):
βουλευω
IDX:
1800
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1801
Key:
Data
{'content': '<p>[βουλή.]</p> <p>1 pl. aor. subj. βουλεύσωμεν Od. 16.234.</p> <p>(μετα-.)</p>'}