Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
βουκολέω
βουκόλος
βουλευτής
βουλεύω
βουλή
βουληφόρος
βούλομαι
βουλῦτόνδε
βουπλήξ
βοῦς
βουφονέω
βοῶπις
View word page
βουκόλος

-ου, ὁ

[app. for βουπόλος fr. βοῦς + -πολος, conn. with πολεύω. Cf. αἰπόλος.]

A herdsman Il. 13.571, Il. 15.587, Il. 23.845: Od. 11.293.

Of Philoetius Od. 20.227, Od. 21.83, 189, 193, Od. 22.104, 435, 454 = Od. 23.297, Od. 23.367, Od. 24.359, 363.

ShortDef

a cowherd, herdsman

Debugging

Headword:
βουκόλος
Headword (normalized):
βουκόλος
Headword (normalized/stripped):
βουκολος
IDX:
1798
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1799
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[app. for βουπόλος fr. βοῦς + -πολος, conn. with πολεύω. Cf. αἰπόλος.]</p> <p>A herdsman Il. 13.571, Il. 15.587, Il. 23.845: Od. 11.293.</p> <p>Of Philoetius Od. 20.227, Od. 21.83, 189, 193, Od. 22.104, 435, 454 = Od. 23.297, Od. 23.367, Od. 24.359, 363.</p>'}