Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
βουκολέω
βουκόλος
βουλευτής
βουλεύω
βουλή
βουληφόρος
βούλομαι
βουλῦτόνδε
βουπλήξ
βοῦς
βουφονέω
View word page
βουκολέω
[βουκόλος.]
2 sing. pa. iterative βουκολέεσκες Il. 21.448.
ShortDef
to tend cattle
Debugging
Headword:
βουκολέω
Headword (normalized):
βουκολέω
Headword (normalized/stripped):
βουκολεω
IDX:
1797
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1798
Key:
Data
{'content': '<p>[βουκόλος.]</p> <p>2 sing. pa. iterative βουκολέεσκες Il. 21.448.</p>'}