Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
βουκολέω
βουκόλος
βουλευτής
βουλεύω
βουλή
βουληφόρος
βούλομαι
βουλῦτόνδε
View word page
βούβρωστις

[app. a compound of βοῦς.]

ShortDef

eating enormously

Debugging

Headword:
βούβρωστις
Headword (normalized):
βούβρωστις
Headword (normalized/stripped):
βουβρωστις
IDX:
1794
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1795
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[app. a compound of βοῦς.]</p>'}