Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
βουκολέω
βουκόλος
βουλευτής
βουλεύω
βουλή
βουληφόρος
βούλομαι
View word page
βούβοτος

-ον

[βοῦς + βόσκω.]

ShortDef

grazed by cattle

Debugging

Headword:
βούβοτος
Headword (normalized):
βούβοτος
Headword (normalized/stripped):
βουβοτος
IDX:
1793
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1794
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[βοῦς + βόσκω.]</p>'}