Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
βουκολέω
βουκόλος
βουλευτής
βουλεύω
View word page
βοτήρ

-ῆρος, ὁ

[βόσκω.]

(Cf. βώτωρ.)

ShortDef

a herdsman, herd

Debugging

Headword:
βοτήρ
Headword (normalized):
βοτήρ
Headword (normalized/stripped):
βοτηρ
IDX:
1790
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1791
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[βόσκω.]</p> <p>(Cf. βώτωρ.)</p>'}