Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
βουκολέω
βουκόλος
βουλευτής
View word page
βοτάνη
-ης, ἡ
[βόσκω.]
ShortDef
grass, fodder
Debugging
Headword:
βοτάνη
Headword (normalized):
βοτάνη
Headword (normalized/stripped):
βοτανη
IDX:
1789
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1790
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[βόσκω.]</p>'}