Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
βουκολέω
βουκόλος
View word page
βοτά

τά

[βόσκω.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοτά
Headword (normalized):
βοτά
Headword (normalized/stripped):
βοτα
IDX:
1788
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1789
Key:

Data

{'content': '<p>τά</p> <p>[βόσκω.]</p>'}