Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
βουκολέω
View word page
βόσκω

2 sing. fut. βοσκήσεις Od. 17.559.

3 pl. pa. iterative pass. βοσκέσκοντο Od. 12.355.

ShortDef

to feed, tend

Debugging

Headword:
βόσκω
Headword (normalized):
βόσκω
Headword (normalized/stripped):
βοσκω
IDX:
1787
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1788
Key:

Data

{'content': '<p>2 sing. fut. βοσκήσεις Od. 17.559.</p> <p>3 pl. pa. iterative pass. βοσκέσκοντο Od. 12.355.</p>'}