Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
βουβών
βουγάϊος
View word page
βόσις
ἡ
[βόσκω.]
Food : βόσιν ἰχθύσιν Il. 19.268.
ShortDef
food
Debugging
Headword:
βόσις
Headword (normalized):
βόσις
Headword (normalized/stripped):
βοσις
IDX:
1786
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1787
Key:
Data
{'content': '<p>ἡ</p> <p>[βόσκω.]</p> <p>Food : βόσιν ἰχθύσιν Il. 19.268.</p>'}