Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
βούβρωστις
View word page
βοόωσι
3 pl. pres. βοάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βοόωσι
Headword (normalized):
βοόωσι
Headword (normalized/stripped):
βοοωσι
IDX:
1784
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1785
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. pres. βοάω.</p>'}