Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
βότρυς
βούβοτος
View word page
βοόων

pres. pple. βοάω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοόων
Headword (normalized):
βοόων
Headword (normalized/stripped):
βοοων
IDX:
1783
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1784
Key:

Data

{'content': '<p>pres. pple. βοάω.</p>'}