Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
βοτρῦδόν
View word page
βόλομαι

[βούλομαι.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βόλομαι
Headword (normalized):
βόλομαι
Headword (normalized/stripped):
βολομαι
IDX:
1781
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1782
Key:

Data

{'content': '<p>[βούλομαι.]</p>'}