Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βοάω
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
βοτήρ
View word page
βολή
-ῆς, ἡ
[βάλλω.]
ShortDef
a throw, the stroke
Debugging
Headword:
βολή
Headword (normalized):
βολή
Headword (normalized/stripped):
βολη
IDX:
1780
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1781
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[βάλλω.]</p>'}