Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βοάγρια
βοάω
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
βοτάνη
View word page
βεβόλημαι

[=βάλλω.]

Pf. pple. pass. βεβολημένος Il. 9.9: Od. 10.247.

3 pl. plupf. βεβολήατο Il. 9.3.

(ἀντι-.)

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βεβόλημαι
Headword (normalized):
βεβόλημαι
Headword (normalized/stripped):
βεβολημαι
IDX:
1779
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1780
Key:

Data

{'content': '<p>[=βάλλω.]</p> <p>Pf. pple. pass. βεβολημένος Il. 9.9: Od. 10.247.</p> <p>3 pl. plupf. βεβολήατο Il. 9.3.</p> <p>(ἀντι-.)</p>'}