Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βλώσκω
βοάγρια
βοάω
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
βοτά
View word page
βόθρος

-ου, ὁ.

ShortDef

any hole

Debugging

Headword:
βόθρος
Headword (normalized):
βόθρος
Headword (normalized/stripped):
βοθρος
IDX:
1778
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1779
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}