Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βλωθρός
βλώσκω
βοάγρια
βοάω
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
βόσκω
View word page
βοητύς

[βοάω.]

ShortDef

a shouting, clamour

Debugging

Headword:
βοητύς
Headword (normalized):
βοητύς
Headword (normalized/stripped):
βοητυς
IDX:
1777
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1778
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[βοάω.]</p>'}