Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βλοσυρῶπις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγρια
βοάω
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
βοόωσι
Βορέας
βόσις
View word page
βοηλασίη
-ης, ἡ
[βοῦς + ἐλαύνω.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βοηλασίη
Headword (normalized):
βοηλασίη
Headword (normalized/stripped):
βοηλασιη
IDX:
1776
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1777
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[βοῦς + ἐλαύνω.]</p>'}