Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βλῆτρον
βληχή
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγρια
βοάω
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
βοόων
View word page
βοεύς

[βοῦς.]

ShortDef

a rope of ox-hide

Debugging

Headword:
βοεύς
Headword (normalized):
βοεύς
Headword (normalized/stripped):
βοευς
IDX:
1773
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1774
Key:

Data

{'content': '<p>ὁ</p> <p>[βοῦς.]</p>'}