Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βλῆτο
βλῆτρον
βληχή
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγρια
βοάω
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
βομβέω
View word page
βόεος
=βόειος.
ShortDef
of oxen
Debugging
Headword:
βόεος
Headword (normalized):
βόεος
Headword (normalized/stripped):
βοεος
IDX:
1772
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1773
Key:
Data
{'content': '<p>=βόειος.</p>'}