Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βλήεται
βλῆτο
βλῆτρον
βληχή
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγρια
βοάω
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
βολή
βόλομαι
View word page
βόειος

-η, -ον

[βοῦς.]

ShortDef

of an ox

Debugging

Headword:
βόειος
Headword (normalized):
βόειος
Headword (normalized/stripped):
βοειος
IDX:
1771
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1772
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[βοῦς.]</p>'}