Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βλεμεαίνω
βλέφαρον
βλήεται
βλῆτο
βλῆτρον
βληχή
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγρια
βοάω
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
βεβόλημαι
View word page
βοάγρια

τά

[βο-, βοῦς + ἄγρη. Spoils of an ox. Cf. ἀνδράγρια.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βοάγρια
Headword (normalized):
βοάγρια
Headword (normalized/stripped):
βοαγρια
IDX:
1769
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1770
Key:

Data

{'content': '<p>τά</p> <p>[βο-, βοῦς + ἄγρη. Spoils of an ox. Cf. ἀνδράγρια.]</p>'}