Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄελλα
ἀελλής
ἀελλόπος
ἀελπής
ἀελπτέω
ἀενάων
ἀέξω
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρθη
ἀερσίπους
ἀεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἄζαλέος
ἄζη
ἀζηκής
ἅζομαι
ἄζω
ἀηδών
ἀηθέσσω
View word page
ἀερσίπους

-ποδος

[ἀερ-, ἀείρω + -σι- + πούς.]

ShortDef

lifting the feet, brisk-trotting

Debugging

Headword:
ἀερσίπους
Headword (normalized):
ἀερσίπους
Headword (normalized/stripped):
αερσιπους
IDX:
176
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.177
Key:

Data

{'content': '<p>-ποδος</p> <p>[ἀερ-, ἀείρω + -σι- + πούς.]</p>'}