Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέφαρον
βλήεται
βλῆτο
βλῆτρον
βληχή
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγρια
βοάω
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
βόθρος
View word page
βλώσκω

[μβολ-.]

3 sing. aor. subj. μόλῃ Il. 24.781.

Pple. μολών, -όντος Il. 11.173: Od. 3.44, Od. 24.335.

Fem. μολοῦσα, -ης Il. 7.286, Il. 15.720.

3 sing. pf. μέμβλωκε Od. 17.190.

(ἐκ-, κατα-, παρα-, προ-.)

ShortDef

to go

Debugging

Headword:
βλώσκω
Headword (normalized):
βλώσκω
Headword (normalized/stripped):
βλωσκω
IDX:
1768
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1769
Key:

Data

{'content': '<p>[μβολ-.]</p> <p>3 sing. aor. subj. μόλῃ Il. 24.781.</p> <p>Pple. μολών, -όντος Il. 11.173: Od. 3.44, Od. 24.335.</p> <p>Fem. μολοῦσα, -ης Il. 7.286, Il. 15.720.</p> <p>3 sing. pf. μέμβλωκε Od. 17.190.</p> <p>(ἐκ-, κατα-, παρα-, προ-.)</p>'}