Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βλάπτω
βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέφαρον
βλήεται
βλῆτο
βλῆτρον
βληχή
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγρια
βοάω
βόειος
βόεος
βοεύς
βοή
βοηθόος
βοηλασίη
βοητύς
View word page
βλωθρός
-ή.
App., tall, stately: πίτυς Il. 13.390 = Il. 16.483: ὄγχνην Od. 24.234.
ShortDef
tall, stately
Debugging
Headword:
βλωθρός
Headword (normalized):
βλωθρός
Headword (normalized/stripped):
βλωθρος
IDX:
1767
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1768
Key:
Data
{'content': '<p>-ή.</p> <p>App., tall, stately: πίτυς Il. 13.390 = Il. 16.483: ὄγχνην Od. 24.234.</p>'}