Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βιῴατο
βιῶναι
βιώτω
βλάβεν
βλάβω
βλάπτω
βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέφαρον
βλήεται
βλῆτο
βλῆτρον
βληχή
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγρια
βοάω
βόειος
βόεος
View word page
βλῆτο

3 sing. aor. pass. βάλλω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βλῆτο
Headword (normalized):
βλῆτο
Headword (normalized/stripped):
βλητο
IDX:
1762
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1763
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. pass. βάλλω.</p>'}