Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βιόωνται
βιῴατο
βιῶναι
βιώτω
βλάβεν
βλάβω
βλάπτω
βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέφαρον
βλήεται
βλῆτο
βλῆτρον
βληχή
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγρια
βοάω
βόειος
View word page
βλήεται
3 sing. aor. subj. pass. βάλλω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βλήεται
Headword (normalized):
βλήεται
Headword (normalized/stripped):
βληεται
IDX:
1761
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1762
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. subj. pass. βάλλω.</p>'}