Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βίοω
βιόωνται
βιῴατο
βιῶναι
βιώτω
βλάβεν
βλάβω
βλάπτω
βλεῖο
βλεμεαίνω
βλέφαρον
βλήεται
βλῆτο
βλῆτρον
βληχή
βλοσυρός
βλοσυρῶπις
βλωθρός
βλώσκω
βοάγρια
βοάω
View word page
βλέφαρον
τό.
ShortDef
mostly in pl. the eyelids
Debugging
Headword:
βλέφαρον
Headword (normalized):
βλέφαρον
Headword (normalized/stripped):
βλεφαρον
IDX:
1760
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1761
Key:
Data
{'content': '<p>τό.</p>'}